υψίπρωρος

υψίπρωρος
-η, -ο / ὑψίπρῳρος, -ον, ΝΑ και ὑψόπρῳρος, Α
αυτός που έχει ψηλή πλώρη
νεοελλ.
φρ. «υψίπρωρο πλοίο» ή, απλώς, «το υψίπρωρο»
ναυτ. πλοίο με την πρώρα του διαμορφωμένη σαφώς ψηλότερα από το υπόλοιπο κατάστρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + -πρῳρος (< πρῷρα «πλώρη»), πρβλ. εὔ-πρῳρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑψίπρῳρον — ὑψίπρῳρος with high prow masc/fem acc sg ὑψίπρῳρος with high prow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψόπρωρος — ον, Α βλ. ὑψίπρῳρος …   Dictionary of Greek

  • ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”